- πρωτευουσιάνος
- ο , πρωτευουσιάνοςάνα η житель, -ница столицы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτευουσιάνος — α, ικο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα 2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. ιάνος (πρβλ. ζητ ιάνος, καθαρευ ουσ ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πρωτευουσιάνος, -α, -ικο — ο κάτοικος της πρωτεύουσας ή αυτός που κατάγεται από την πρωτεύουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθηνογεννημένος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε στην Αθήνα, ο Αθηναίος 2. λεπτός στους τρόπους, πρωτευουσιάνος … Dictionary of Greek
πρωτευουσιάνικος — η, ο, Ν 1. αυτός που προσιδιάζει στην πρωτεύουσα και στον πρωτευουσιάνο 2. αυτός που προέρχεται από την πρωτεύουσα. επίρρ... πρωτευουσιάνικα Ν με πρωτευουσιάνικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτευουσιάνος. Η λ., στο θηλ. πρωτευουσιάνικη, μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
επαρχιώτης — ο θηλ. ισσα 1. ο κάτοικος της επαρχίας ή αυτός που κατάγεται από επαρχία (αντίθ. πρωτευουσιάνος). 2. μτφ., αυτός που υστερεί στην κοινωνική συμπεριφορά, που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο κάπως άξεστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)